μνημονώ

μνημονώ
μνημονῶ, -έω (ΑΜ)
μνημονεύω
μσν.
εκκλ. προσεύχομαι για κάποιον, κάνω μνεία κάποιου σε προσευχή κατά τη Θεία λειτουργία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μνημονεύω κατά τα συνηρημένα ρήματα σε -έω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σιτομνημονώ — έω, Α σιτομετρῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + μνημονῶ (< μνήμων)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”